Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Pockets full of stones.

Μου είπε κάποιoς καλά λόγια για τα γραπτά μου και οι λέξεις μου έτρεξαν τρομαγμένες να κρυφτούν. 
Έχω να γράψω μήνες, τα σχήματα λόγου έγιναν άμμος στο στόμα μου, οι σύνδεσμοι και τα γράμματα έπλεξαν αλυσίδα και περάστηκαν στα χέρια μου, κάθε φορά που πιάνω ένα μολύβι η μύτη του γίνεται χίλια κομμάτια. 
Τα μισοαρχινισμένα κείμενα φορτώθηκαν στους ώμους μου και σώμα, συχώρα με που σε δηλητηριάζω με κακοφορμισμένες προτάσεις. Λέξεις μου συχωράτε με που σας έθαψα πιο βαθιά, που δεν σας άφησα να ανασάνετε κάτω από ξένα μάτια, αναρωτιέμαι που κρύβεται εκείνη η σφαίρα που θα με διαπεράσει και πόσο αργεί. 
Τα δάχτυλα μου έμειναν αμήχανα, να χαϊδεύουν εραστές για να γεμίσουν τις ώρες τους, κάτι να καλμάρει την φαγούρα. Κάθε μέρα γεννιέται μέσα μου και μια ιδέα που στραγγαλίζω μην πάει και μου ζητήσει να την βάλω σε χαρτί, είπα πως γράφω και ξαφνικά έτρεξα να με βγάλω ψεύτρα. Η ευτυχία μοιάζει με ένα σακί πεταλούδες και τα χέρια μου αδύναμα, κρυστάλλινα ποτήρια σε σεισμό, αδυνατούν να την αγκαλιάσουν. 
Τα βράδια κοιμάμαι πάνω σε θάλασσες με προτάσεις που δεν κολύμπησα ποτέ, και κάθε πρωί στέκομαι στην άκρη του κρεβατιού κι από κάτω η άβυσσος. Η πανσέληνος περνάει την κουρτίνα και στον τοίχο μου εμφανίζονται οι ηρωίδες που δεν ονόμασα, πάντα γυναίκες, πάντα δυνατές και γήινες, επιτυχημένες ή βαθιά φοβισμένες, σαν εμένα. 
Προστέθηκαν κι εκείνες στα πολιτικά θέματα που τόσο ήθελα μα δεν τόλμησα να αγγίξω, μην πάει και λερώσω τους αγώνες με συναισθηματισμούς και δακρύβρεχτα λόγια. Και ας με φούρκιζε τούτος ο κόσμος έτσι πως είναι φτιαγμένος, ντράπηκα να τον εξιστορήσω μήπως και τον εξωραΐσω, μήπως προσβάλω βαθιά όλους εκείνους που συνθλίβει. 
Τώρα πια το πληκτρολόγιο έμεινε απλά για να περνάει κωδικούς και να γράφει επίσημα e-mail,μου ‘ρχετε να στο σπάσω έτσι άχρηστο που είναι. Ούτε καν μεταφράζει, μόνο γράφει κάτι σάπια «ευχαριστούμε για την συνεργασία» και κάτι γλοιώδη «αναμένουμε την απάντηση σας» και σώμα συγνώμη που σε σκέβρωσα στην καρέκλα αντί να σου δείξω την γη. Μάτια συγνώμη που σταματήσατε να διαβάζετε και μόνο κοιτάτε νοσταλγικά έξω από το παράθυρο τον ήλιο που λάμπει.

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Βάλε την τάξη στην θέση της.

Μέσα μου ζει ένας θυμός πιο μεγάλος και από εμένα την ίδια. Καίει στο πέρασμα του ο,τι βρει και τρέφεται από κραυγές πνιγμένες σε μαξιλάρια.

Θα 'θελα να μαι συγγραφεύς, παστρικά κι ωραία να χωράω σε λέξεις εκείνα που με τρώνε, κι ύστερα να τα εκθέτω στα μάτια των πολλών με όνομα κι επώνυμο, να τα ξεσκίσουν.Μα το μόνο που έχω είναι κάτι μισοτελειωμένα προσχέδια κι ένα τετραδιάκι με λέξεις που τρέμω μην το δει ανθρώπου μάτι.

Γράφω όταν δεν μπορώ να μιλήσω, όταν οι σκέψεις μου μπλέκονται κι ένας χείμαρρος προτάσεων με καταλαμβάνει και κάπου πρέπει να ξεσπάσω για να μην τρελαθώ. Φορές φορές αναρωτιέμαι πόσο κοντά έφτασα στην τρέλα, πόσες φορές αμφιταλαντεύτηκα πάνω από την άβυσσο κι εκπλήσσομαι που τα κατάφερα να βγω λογική.

Μου παν πως άρχισα να μεγαλώνω, να ωριμάζω, να ρίχνω τις άμυνες και να αντιστρέφω τα σχήματα.Μα είναι ακόμα αρχή, λέει.Θα πάω καλύτερα. Φορές φορές το πιστεύω. Άλλες πάλι φιμώνω το μυαλό μου μην πάει και τους διαψεύσει. Κι εκπλήσσομαι που πια το μπορώ κι αυτό.

Ο Μπουκόφσκι έλεγε πως αν δεν σου καίει τα σωθικά, αν δεν σε οδηγεί στην μανία, αν δεν ξεκινά από τις πιο μύχιες μεριές τις ψυχής σου, να μην γράφεις. Εντάξει ο Μπουκόφσκι δεν θα έλεγε ποτέ "μύχιες" και το ξέρω. Ο Μπουκόφσκι θα γελούσε μαζί μου. Φορές φορές το κάνω κι εγώ. Κι εκπλήσσομαι που η εφηβεία ξεκινά να φθίνει μέσα μου.

Δεν μπορώ να τελειώσω τούτο το κείμενο.Ο χείμαρρος δεν ήρθε.Τα λόγια που είπα με έσωσαν.Τα φιλιά που έδωσα σε εκείνον που περιφρονώ, επίσης.Φορές φορές δεν με καταλαβαίνω.Κι εκπλήσσομαι που ξεκίνησα να γράφω απόψε.

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

I want you so much but I hate your guts.

Και θα 'θελα όλα να χαν γίνει αλλιώς. Να σου στέλνω τραγούδια και να σου αρέσουν. Και να μιλάμε για ώρες, και να μου διαβάζεις τα γραπτά σου και να σε αφήνω να κρυφοκοιτάς τα δικά μου. Κι ύστερα να ταξιδέψουμε στις πόλεις που είδες και σε άλλες που ακόμα δεν πήγες ποτέ, και να πηγαίνουμε σε συναυλίες και να γελάς με αυτά που μου συμβαίνουν και να με ξαναπάρεις αγκαλιά χωρίς να φοβάσαι.Να περπατάμε στα στενά της πόλης για ώρες, και να εκνευρίζεσαι που δεν έχω προσανατολισμό και να σου λέω πως μοιάζουμε με τα "φτηνά τσιγάρα" έτσι που περπατάμε στην μέση του δρόμου και να με κοιτάς με εκείνο το υποτιμητικό και λιγάκι αγαπησιάρικο βλέμμα πριν με κοροϊδέψεις για χιλιοστή φορά.Να φλερτάρουμε και πάλι με πρόσχημα κάποιες δηλητηριώδεις ατάκες, και να πιούμε ρακές και τσίπουρα και να κάτσουμε σε πάρκα και παγκάκια μέχρι τα χαράματα και να μην είσαι κουρασμένος ούτε να σε νοιάζει που δουλεύεις το πρωί. Να ήσουν πάλι τρυφερός και έξυπνος και γοητευτικός. Να μου 'δειχνες νέα μέρη στην πόλη και να ξάπλωνες στον καναπέ μου με μεγαλύτερη άνεση και να βλέπαμε ταινίες και όλα αυτά που έλεγες να ήταν η γαμημένη αλήθεια.





Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Yes boss.

Η Μαρία νόμιζε πως τρελάθηκε. Έψαξε κάθε σπιθαμή του κορμιού της για να ανασύρει την μυρωδιά του. Όταν εκείνος έφυγε δεν μπήκε στο μπάνιο. Άφησε την μυρωδιά του να γεμίσει τους πόρους του δέρματος της, για να τον έχει λίγο ακόμα μαζί της.

Το χρόνια κοιμισμένο σώμα της στα χέρια του έμοιαζε παιχνίδι. Εκείνος έδινε τις εντολές και εκείνο πειθήνιο της ακολουθούσε ξεπερνώντας τα όρια του με τον πιο εθιστικό τρόπο. Ξυπνούσαν μέσα του τα πιο αρχέγονα και ζωώδη ένστικτα και η Μαρία ξεχνούσε αναστολές και πρέπει, και παραδινόταν στην λαγνεία της. Το φύλο της την όριζε.Υγρό και ζεστό όπως ποτέ άλλοτε, την οδηγούσε σε μονοπάτια ηδονής που μέχρι πρότινος θεωρούσε άβατα.

Οι λέξεις που εισέβαλαν στα αυτιά της κατά την κλινοπάλη, ολοκαίνουργες και γυαλιστερές, για μέρες ταξίδευαν από τα αυτιά της στο μυαλό της κι ύστερα έπεφταν αργά και βασανιστικά στον λαιμό της, κατρακυλούσαν στα στήθη της, γυροφέρνοντας τις θηλές της  που σκλήραιναν σαν διαμάντι, κι ύστερα γλυκά κατέβαιναν στην κοιλιά της μέχρι τον αφαλό της, που παιχνιδιάρικα ακουμπούσαν μέχρι να καταλήξουν στο αιδοίο της και να του βάλουν φωτιά. Η διαδρομή της ηδονής που εκείνος με υπομονή και επιμονή της έμαθε, την ακολουθούσε κάθε λεπτό της μέρας και οι ώρες μέχρι να τον ξαναδεί περνούσαν βασανιστικά αργά.

H Μαρία νόμιζε πως τρελάθηκε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην δουλειά, δεν μπορούσε να αναστραφεί τους φίλους της, δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας ακόμα την πιο μικρή εργασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να μένει σπίτι, μόνη της και να φέρνει ξανά και ξανά τις σκηνές του πάθους στο μυαλό της. Να αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια τα αγγίγματα, τα χάδια και τα φιλιά.Και να τον περιμένει. Καρδιοχτυπούσε μέχρι την επόμενη συνάντηση τους. Γινόταν νευρική και απρόσεκτη.

Μα σήμερα, εκεί στον καρπό της, εντόπισε την μυρωδιά του. Την εισέπνευσε λαίμαργα κι άφησε να την γεμίσει, το μυαλό της σταμάτησε και η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπά δυνατά. Ακύρωσε την έξοδο της, ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα γυμνή και τον άφησε νοητά να την τυραννήσει όπως μόνο εκείνος ήξερε.

Σήκωσε το τηλέφωνο της, τον κάλεσε και τα δευτερόλεπτα αναμονής πριν ακούσει την φωνή του την έφεραν στα όρια της απελπισίας. Και δεν ήταν πως της άρεσε ή πως θα τον ερωτευόταν. Ήταν που κατάφερνε να εκτοξεύει τις αισθήσεις της σε ένα κόσμο γήινο και ονειρεμένο, όπου δεν ήταν ο εαυτός της κι όμως ήταν πιο αληθινή από ποτέ. Μαζί του έβγαζε τα ρούχα της, τις φοβίες της, την αόρατη πανοπλία της και έμενε γυμνή απέναντι στον πόθο της για το σώμα ενός σχεδόν άγνωστου σε αυτήν άντρα, κόντρα σε όλες τις συμβουλές που άκουγαν τα καλά κορίτσια. Σε έναν κόσμο όπου οι φαντασιώσεις δεν ήταν κάτι ενοχικό που σε γέμιζε ντροπή τα μοναχικά βράδια, μα η πηγή της έμπνευσης για ένα τελετουργικό που σε έφερνε πιο κοντά στην θέωση. "Η Αγία Λαγνεία, η προστάτιδα των εραστών" σκέφτηκε και κρυφογέλασε μέχρι που από την άλλη πλευρά της γραμμής ακούστηκε η φωνή του.

-Ναι;
-Σε σκέφτομαι...Θα έρθεις;
-Ναι.

Τέλος συνομιλίας, αρχή της καύλας.



Υ.γ.Σε παρέες συχνά πυκνά πέφτει το θέμα του σεξ, κι όλο και κάποιος θα πετάξει μια σεξιστική ατάκα σε σχέση με την γυναικεία σεξουαλικότητα και την έκφραση της. Μικρό δείγμα λοιπόν, για όποιον αντέξει. Προϊόν τέτοιων συζητήσεων, αλλά και παράκλησης ενός φίλου να βγάλω την μάσκα που φοράω όταν γράφω εδώ, το παραπάνω κείμενο αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια να μιλήσω πιο αληθινά και λιγότερο ραφιναρισμένα. Προσπάθεια να αποτινάξω την αυτολογοκρισία. Αποτυχημένη μεν, ένα πρώτο βήμα δε. Για να δούμε που θα βγει...




Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

I want you.

Η Μυρτώ πέταξε το βιβλίο στα πόδια του κρεβατιού κι εκείνο χτύπησε στον απέναντι τοίχο και προσγειώθηκε με φόρα στο πάτωμα. "Δεν μπορώ ούτε να διαβάσω με τον μαλάκα" σκέφτηκε και σηκώθηκε να ανάψει τσιγάρο. Τελευταία κάπνιζε όλο και πιο πολύ. Και πέρα από την υγεία της, που γενικά δεν την πρόσεχε,σαν να μην την αφορούσε, έβλεπε και το πορτοφόλι της να μένει όλο και πιο συχνά άδειο. Σαν το ψυγείο της. Και την καρδιά της.

Το μόνο γεμάτο πράγμα που είχε τελευταία ήταν το κεφάλι της. Άλλοτε γεμάτο με σκέψεις που της έκοβαν την ανάσα κι έκαναν την καρδιά της να χάνει τον ρυθμό κι όλο και πιο συχνά, τώρα τελευταία, με αλκοόλ.

Δεν συχώρεσε ποτέ στον εαυτό της το πως άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν. Αυτή, η τόσο λογική και πραγματίστρια στα όρια του κυνισμού, να ταράζεται σαν κοριτσάκι κάθε φορά που έβλεπε μια πράσινη κουκκίδα στον υπολογιστή της. Πατημένα 30, θα πρεπε να ξέρει καλύτερα.

Έμεινε να κοιτάζει το βιβλίο στην άλλη άκρη του δωματίου. "Δεν μπορεί να πήγαν όλα τόσο στραβά" επαναλάμβανε νοητά κάθε τόσο. Όλο αυτό θα ήταν ένα παιχνίδι. Σε όλο αυτό θα είχε το πάνω χέρι. Θύμα της αλαζονείας της και της πολύ κακής κρίσης της για τους ανθρώπους, βρισκόταν τώρα μόνη στο διπλό της κρεβάτι. Στο ίδιο κρεβάτι που πριν λίγες μέρες έβαζε φωτιά μαζί με τον μαλάκα. Στο ίδιο κρεβάτι που τον ονειρεύτηκε, πολύ πριν γίνει δικός της για κάποιες ώρες. Στο ίδιο κρεβάτι που μούσκεψε από τον ιδρώτα του, από τα λυσσασμένα φιλιά της απόγνωσης, από τους οργασμούς.

Και τώρα, με το βλέμμα στο άπειρο, σιχτίριζε νοητά την απόφαση της να τον φέρει εκεί. Το παιχνίδι μεταξύ τους έμοιαζε με κρυφτό ή κυνηγητό ή κάτι πολύ πιο βίαιο που παίζουν τα παιδιά. Μόνο που οι πληγές όσο μεγαλώνεις μένουν ανοιχτές για περισσότερο, κι εκείνος υπήρξε πιο έξυπνος, πιο γρήγορος και πιο δυνατός. Και η Μυρτώ δεν μπορούσε καν να συγκεντρωθεί για να διαβάσει.

Πόσο την κούραζαν παλιά οι κοινότυπες ιστορίες αγάπης, οι μετριότητες. "Έρωτας ή τίποτα" αναφωνούσε κι έπεφτε με φόρα στην φωτιά κι ας καιγόταν. Κι η αλήθεια είναι πως μόνο μια ιστορία απ' όσες έζησε μπορούσε να την λογίσει σαν ιστορία αγάπης. Δεν ήταν αυτή η τελευταία, κάτι που έκανε τις τύψεις και τον θυμό προς τον εαυτό της να μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο.

Κάποτε, σε μια βόλτα στα στενά της πόλης, του είχε πει πως δεν θα μπορούσε ποτέ να ασχοληθεί σοβαρά μαζί του,και το πίστευε, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να την πείσει για το αντίθετο. Το κίνητρό του, ένας ηλίθιος εγωισμός μπολιασμένος με αρκετή ανασφάλεια, της φανερώθηκε όταν εκείνη είχε ήδη αρχίσει να νιώθει τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας που λέγεται καψούρα.

Τον καψουρεύτηκε μεγαλειωδώς κι απαρηγόρητα, όπως καψουρεύονται στα λαϊκά σουξέ, κι όταν εκείνος εξαφανίστηκε, καταστρέφοντας στο πέρασμα του όλες τις ελπίδες για κάτι καινούργιο και χαρούμενο, εκείνη δεν έστειλε ούτε ένα μήνυμα. Δεν ήθελε απάντηση, άλλωστε την ήξερε. Ήταν ο τίτλος από μια γλυκανάλατη ταινία που είχε δει παλιά. "Απλά δεν σε γουστάρει αρκετά". Κι έτσι, κοινότυπα και χωρίς μελοδραματισμούς προσπάθησε να τον βάλει στην κατηγορία των λάθος αποφάσεων και να τον ξεχάσει,



Μα κάτι μέσα της την έτρωγε. Ένας θυμός πρωτόγονος φούσκωνε στο στήθος της κάθε φορά που τον έβλεπε να περνά στον δρόμο, καθώς η πόλη τείνει να γίνεται αφόρητα μικρή όταν προσπαθείς να ξεχάσεις κάποιον.Και μια σκέψη την καταλάμβανε κατακλυσμιαία μόλις τον ένιωθε κοντά της: "Πρέπει να κερδίσω!". Γιατί οι δυο τους, όπως είπαμε, έπαιζαν πολλά παιχνίδια. Η εξουσία άλλαζε χέρια μεταξύ τους ανά διαστήματα, πράγμα που η Μυρτώ έβρισκε απόλυτα γοητευτικό, εκείνος όχι τόσο όπως αποδείχθηκε.

Κι έτσι ξεκίνησε ένα ντόμινο καταστροφικών για την ίδια αποφάσεων. Πρώτα έγινε απόμακρη, ύστερα υπερβολικά χαλαρή, ενέπλεξε στην παράνοια κι ένα από τα λεγόμενα "καλά παιδιά" που είθισται να τραβάνε το ζόρι για τους "μαλάκες", και η ώριμη Μυρτώ έπαιξε. Έπαιξε με την καρδιά της, και με την καρδιά του μαλάκα, μέχρι που όπως γίνεται πάντα στα παιχνίδια, κάποιος έχασε. Και έχασε εκείνος που νοιαζόταν πιο πολύ για την νίκη. Η ίδια.

Και καθώς οι μέρες περνούσαν, και το αλκοόλ δεν έκανε πια την δουλειά του, ο γοητευτικός τύπος έγινε ο μαλάκας, κι από συγκεκριμένα μέρη δεν περνούσε ούτε απ' έξω. Μαζί με το παιχνίδι η Μυρτώ έχασε κι ένα κομμάτι του εαυτού της, εκείνου του ηθικού και άμεμπτου που την προστάτευε από ηλίθιες αποφάσεις σαν κι αυτές που έπαιρνε το τελευταίο διάστημα.

Το πρωί την βρήκε σκεπτική κι αποφασισμένη με δύο πακέτα τσιγάρα τσαλακωμένα δίπλα της.
"Έτσι είναι η ζωή " μουρμούρισε και σηκώθηκε να πάει στην δουλειά.






Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Έτσι γλυκά, όπως ξυπνούν οι εραστές.

Το νέο της ανακοινώθηκε ανάμεσα σε γέλια και χαχανητά, δικαιολογημένα, καθώς η ομιλούσα δεν γνώριζε τί σήμαινε τούτη η τελεσίδικη δήλωση για την Βίκυ. "Ερωτεύτηκε!".Πάλι καλά που είχε εκείνη την φαρυγγίτιδα και δεν περίμενε κανείς από εκείνη κάποια αντίδραση πέρα από ένα μουγκρητό.

Ένιωσε μια μικρή ζαλάδα κι έκατσε, καταραμένη φαρυγγίτιδα, ούτε ένα τσιγάρο τώρα που το χρειάζεται. Το τηλεφώνημα στον ίδιο τόνο περιέγραφε την τραγελαφική συνθήκη στην οποία περιήλθε ο κοινός φίλος, που δεν ήταν και τόσο φίλος, και που δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ ακριβώς, αλλά να κάτι υπήρχε. Και καθώς η ιστορία , σαν ραδιοφωνικό ρομάντζο, ταξίδευε από την μία άκρη της πόλης για να φτάσει στα αυτιά της, μέσα της φούντωνε μια άρρωστη ερώτηση, που δεν επέτρεπε ποτέ να κάνει στον εαυτό της, καθώς φανέρωνε το πόσο βαθιά ανασφαλής και μετέωρη ήταν:"Γιατί όχι εμένα;"

Η Βίκυ, λοιπόν, μεσοαστή κοπέλα με ενδιαφέροντα και φίλους και κοινωνική ζωή, δυναμική και ανεξάρτητη, άφησε μια σχέση πολλών ετών για να επαναπροσδιοριστεί καθώς ένιωθε πως πια δεν την καλύπτει.Έχοντας βαρεθεί τις καταπιεσμένες επιθυμίες να καίνε το μυαλό και τα λαγόνια της τα βράδια, έδωσε μία και πέταξε τα χαρτιά που της είχαν μοιραστεί στους πέντε ανέμους, γιατί η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα και δεν αξίζει για την βολή να είσαι μέτριος και δυστυχισμένος.

Και μετά, υπήρξε πολύ μα πολύ δυστυχισμένη, γιατί "θέλει κότσια η ελευθερία κοριτσάκι". Κι ύστερα από την μικρή παρένθεση του φίλου που δεν ήταν ακριβώς φίλος, και τώρα ήταν ερωτευμένος σφόδρα με μιαν άλλη, η Βίκυ βρέθηκε αντιμέτωπη με το γεγονός πως δεν ήταν και τόσο αδύναμη όσο νόμιζε.

Δεν μπορούσε να καπνίσει και δεν την ένοιαζε ακριβώς, δεν είχε τον έρωτα κανενός και δεν πείραζε, γιατί η ζωή είναι στους δρόμους, κι είναι υπέροχο πόσο απρόβλεπτα μπορούν να εξελιχθούν όλα. Κι όλη αυτή η αισιοδοξία την πλημμύρισε για πρώτη φορά στην ζωή της. Γιατί η Βίκυ πέρα από ένα περίεργο κράμα ανασφάλειας και δυναμικότητας, ήταν περίεργη, και χαμογελαστή, κι ήθελε συνέχεια να μαθαίνει κι είχε πληγές όμοιες με κρατήρες, κι είχε φίλους που την αγαπούσαν, και μπορούσε να γελά με τα στραβά που της συνέβαιναν, αφού πρώτα τα μελοδραματοποιούσε μέχρι αηδίας.

Η Βίκυ για πρώτη φορά αντιλήφθηκε την βαθιά ανθρώπινη και κοινότυπη φύση της. Μια σκέψη που κάποια χρόνια πριν θα την γέμιζε υπαρξιακό τρόμο, τώρα την έκανε να χαμογελά πλατιά και να δείχνει μια μισότρελη εμπιστοσύνη στην ζωή, και στην ίδια. Να αυτό το τελευταίο ήταν που την έκανε να χαμογελά. Για πρώτη φορά, εμπιστευόταν την ίδια. "Θα τα καταφέρουμε" σκεφτόταν "γιατί η ζωή είναι για τους ανθρώπους". Και τούτη η χαζοχαρούμενη και ξένη αίσθηση έκανε το πίσω μέρος του μυαλού της, που ήξερε πόσο άσχημα και τραγικά μπορούν να πάνε όλα, να τρελαίνεται και να ουρλιάζει μανιασμένο.

Για να το κάνει να σωπάσει, για να διαφυλάξει λίγο ακόμα τούτη την πρωτόγνωρη αίσθηση, έβαλε το πιο γλυκό και αισιόδοξο τραγούδι που ήξερε να παίζει σαν χαλί στα εξ' ανάγκης ψιθυριστά λόγια της. Κάτι μέσα της την έκανε να πιστεύει, πως, διάολε, δεν μπορεί, θα το ζήσει ξανά.

"... και το πρωί ξυπνήσαμε απ όνειρο που ζήσαμε
έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές"

Αυτό τραγουδούσε ο Αγγελάκας όταν η Βίκυ ξεκίνησε σιωπηλά να δακρύζει.Για το πολύ και το λίγο της, για τους ανθρώπους και για τα μικρά ψέμματα που άκουσε αυτόν τον καιρό.Κάτι μέσα της όμως την διαβεβαίωνε πως δεν πειράζει.

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και με μάτια βουρκωμένα παρατήρησε για πρώτη φορά τον εαυτό της. Ολόκληρο. Του χαμογέλασε, του έκλεισε το μάτι, πήρε τα κλειδιά της και βγήκε να κυνηγήσει την ζωή.

Υ.Γ. Για τον Α.Μ. που κάποτε όταν διάβασε τούτες τις χαζομάρες μου 'πε πως θέλει να διαβάσει ένα μικρό διήγημα από μένα, και που σήμερα μου 'γραψε τόσο επιτακτικά από κάτι χιλιόμετρα μακρυά "Γράψε!" που δεν μπορούσα να αντισταθώ. Χαμογελάστε, μπορεί και να επιζήσουμε! :)

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Όλα αυτά που δεν θα δω.

Τελευταία κάτι με τρώει. Πάντα είχα μια παράξενη σχέση με τον χρόνο. Αργώ παντού, για χρόνια αργούσα να φτάσω,σε μένα κυρίως. Δεν το κάνω επίτηδες μωρέ, ούτε γιατί δεν σέβομαι εκείνους που με περιμένουν. Είναι που που πιστεύω πως αν τελικά δεν φανώ, κανένας δεν θα σπάσει.

Μην σοκάρεσαι. Υπήρξα σταθερά άδικη, υπερβολική και αχάριστη με τους ανθρώπους που μου πρόσφεραν την αγάπη τους, κυρίως γιατί μέσα μου έτρεμα την στιγμή που θα την πάρουν πίσω. Γιατί ότι θα γινόταν ήταν νομοτέλεια.

Ακόμα τρέμω κάθε φορά που ξεστομίζω πως με αγαπά κάποιος. Έχω φίλους σταθερούς για χρόνια, φίλους που άντεξαν την χειρότερη εκδοχή μου και χαμογέλασαν στην καλύτερη, κι ακόμα, κάθε φορά που κάνω κάτι που τους απογοητεύει, τρέμω.Απέδειξαν την αξία τους, κι όμως ακόμα και τώρα πιστεύω πως απλά θα φύγουν, λες και δεν έχουν οι ίδιοι συναισθήματα, λες και δεν τα ζήσαμε μαζί όλα αυτά.

Μετρώ χρόνια και στιγμές, χαζεύω παλιές φωτογραφίες και με πιάνει μια τόση δα μικρή απελπισία για το πόσο μοιάζει η ζωή με αστραπή. Κι όλα εκείνα που δεν είδα και δεν θα δω παρελαύνουν αυτάρεσκα μπροστά μου. Και ξαφνικά το ρολόι από αντικείμενο γίνεται δυνάστης.

Και τρέχω να μαζέψω γέλια και βράδια. Και πίνω πάλι, πίνω πιο συχνά, πίνω πιο πολύ, θυμήθηκα πόσο το απολάμβανα. Μην φοβάσαι, δεν είναι ψυχαναγκασμός. Ξέσπασμα ίσως, εθισμός σίγουρα όχι. Τρέχω να μαζέψω πρώτα φιλιά, γιατί έφτασα πια 26 και δεν έχω και τόσα πολλά, τρέχω να αναπληρώσω τον χρόνο που ξόδεψα τότε που νόμιζα πως έχω πολύ περισσότερο, τότε που νόμιζα πως φεύγει αργά και βασανιστικά γιατί κρυβόμουν στο σκοτάδι μου. Τότε που οι μέρες δεν είχαν σημασία και οι μήνες δεν έκαναν την διαφορά.

Όσο μεγαλώνω τρέχω.Και δεν είναι κακό. Τρέχω να μου δώσω ό,τι μου στέρησα μέσα από επιλογές ακούσιες ή εκούσιες. Κι ίσως έτσι όπως τρέχω να γίνομαι απρόσεκτη, κι ίσως να τα κάνω όλα ρημαδιό. Μα σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις. Όλα αυτά που δεν θα δω, το πεπερασμένο της ζωής μας, με κυνηγούν σε κάθε μου βήμα.

Νιώθω πιο πολύ ο εαυτός μου τώρα που κάνω τα μεγάλα μου λάθη.Γιατί τόσα χρόνια δεν έκανα λάθη. Είναι που δεν ζούσα μωρέ, πως να κάνεις λάθη αν δεν δοκιμάσεις κι αν δεν δοκιμαστείς;
Τουλάχιστον, θα μπορώ να πω πως κάτι είδα. Θα μπορώ να περάσω το δάχτυλο πάνω από τις ουλές και να πω ναι είναι δική μου και την απέκτησα ζώντας και κάνοντας λάθη.

Κι ας τρέμω πως δεν θα με αγαπούν πια με αυτά.Κι ας τα λέω στους φίλους μου με έναν κόμπο στον λαιμό. Προσπαθώ, όλα αυτά που δεν θα δω να είναι όσο το δυνατόν λιγότερα.