Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Σαν ξένος,σαν ξενάκι, σαν παντάξενος.

Tον κατηγόρησαν ως κλέφτη. Η αστυνομία ήταν βίαιη. Πιο βίαιη  απ’ ότι συνήθως. Ίσως φταίει κι αυτό το σκούρο δέρμα του. Αν ήταν λευκός όλα θα ήταν πιο εύκολα. Μα εκείνος ήταν απλά ένας ταξιδιώτης χωρίς εισιτήριο, ένας μοναχικός επιβάτης ένας παράνομος. Λαθραίος είπαν οι λιμενικοί κουνώντας απαξιωτικά το κεφάλι. Λες κι υπάρχουν άνθρωποι νόμιμοι και λαθραίοι. Λες κι ένα χαρτί, ένα τόσο δα χαρτάκι, αλλάζει την ανθρώπινη φύση σου, την αξία της ζωής σου.

Γεννήθηκε μέσα στην υγρασία της Κένυας, κατά την διάρκεια μιας θύελλας. Κακό σημάδι είπαν οι ντόπιοι. Χρόνια είχε να φανεί τέτοια κακοκαιρία. Η μάνα του κούνησε το κεφάλι κι ευχαρίστησε την τύχη της σιωπηλά που δεν ήταν κορίτσι. «Τώρα έχει μια πιθανότητα να ζήσει» σκέφτηκε κρατώντας το μωρό της στον κόρφο της να θηλάσει.

Από παιδί μισούσε τον ήλιο. Πολύ αργότερα, όταν θα έπεφτε στα χέρια του ένα βιβλίο με ένα παράξενο όνομα, σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, θα ένιωθε τέτοια συγγένεια με τον πρωταγωνιστή εξ’ αιτίας αυτού του χαρακτηριστικού του. «Ο Ξένος». Μήπως κι εκείνος ξένος δεν ήταν; Ξένος μέσα του, ξένος για τους άλλους, διωγμένος από παντού.

Πότε πότε περιέγραφε την σκληρή ζωή του, δίχως δάκρυα. Απαριθμούσε θαρρείς τις πίκρες μία -μία, έτσι για να μην τις ξεχνά. Ναι η μνήμη. Αυτή τον τυραννούσε. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα βλέμματα τρόμου, τις σπρωξιές του μίσους, τα λευκά κορίτσια που μάζευαν την τσάντα τους στο πέρασμα του. Δεν ήταν κλέφτης. Εκείνος ήταν απλά ένας ταξιδιώτης χωρίς εισιτήριο, ένας μοναχικός επιβάτης.

Πέρασε από την Ελλάδα. Η Αθήνα, τσιμεντένια και βρώμικη και σκληρή δεν τον καλοδέχτηκε. Έμενε σε ένα στενό σε μια γειτονιά του κέντρου, γεμάτη λογής λογής ανθρώπους, απ’ όλα τα μέρη της γης. Ξένος με τους δικούς του, ξένος και με τους άλλους. Ξένος στο μετρό, ξένος στο βρώμικο ημιυπόγειο μου έμενε μαζί με δέκα άλλους, ξένος στον δρόμο και στην πλατεία. Ξένος, μόνος, κατάμονος.

Ένα βράδυ καθώς γυρνούσε σπίτι, μόνος, πάντα μόνος, γλύτωσε από το μαχαίρι ενός φασίστα από τύχη. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε την πόρτα του ημιυπογείου και τότε το αποφάσισε. Θα διέφευγε στην Λιμόζ. Είχε εκεί μια μακρινή θεία του. Θα σπούδαζε, θα γινόταν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Η θεία του θα του έφτιαχνε ρατατούιγ κι εκείνος θα διάβαζε βιβλία. Θα μάθαινε ιστορία και λογοτεχνία και θα γινόταν καθηγητής. Θα έπαιρνε και χαρτιά. Να μην τρέμει τα περιπολικά. Να έχει όνομα κι επώνυμο, δηλωμένο πια. Να γίνει άνθρωπος σαν όλους εκείνους που έβλεπε στον δρόμο και στα μαγαζιά. Σαν όλους εκείνους που ζάρωναν στο πέρασμα του.

Ένας από αυτούς που έμεναν μαζί, του μίλησε για ένα γνωστό που είχε. Με μια νταλίκα θα περνούσε τα σύνορα κι από εκεί με μια άλλη θα έφτανε ως την Γαλλία.


Το τελευταίο βράδυ πριν φύγει, σ’ ένα στενό της Αχαρνών, κάθισε στο πεζούλι της εξώπορτας κι άναψε ένα τσιγάρο. Για πρώτη φορά κοίταξε ψηλά τον ουρανό κι είδε το αρρωστιάρικο χρώμα του. Δεν είχε αστέρια, μήτε φεγγάρι. Μόνο νέφος κι ένα περίεργο χρώμα, σαν ξεραμένο αίμα. Πιο πέρα, ένα ζευγαράκι περπατούσε και ψιθύριζε όνειρα για ένα σπίτι, και μια δουλειά που θα ‘δινε πάνω από τριακόσια ευρώ. Κι εκείνος σκέφτηκε πόσο του μοιάζουν και σιώπησε βουρκωμένος.

Υ.Γ. 1 Το κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια ενός μαθήματος δημιουργικής γραφής, όπου είχαμε να παίξουμε με συγκεκριμένες λέξεις και να χτίσουμε μια ιστορία. Είναι οι παραφωνίες μέσα στο όλον, αναγνωρίζονται εύκολα.

Υ.Γ.2 Να τους αγαπάτε τους ανθρώπους σας ρε. Να τους αγαπάτε και να τους φροντίζετε. Και να κάνετε τα πάντα για να τους βλέπετε από κοντά. Είναι εκείνοι που θα σας κλείσουν εισιτήρια για να βρεθείτε όταν εσείς ακόμα δεν ξέρετε τί σας ξημερώνει, εκείνοι που θα σας γνωρίσουν τους δικούς τους ανθρώπους  και θα νιώσετε επαφή σαν να τους ξέρετε χρόνια, εκείνοι που πιστεύουν πως έχετε ταλέντο στην γραφή ακόμα κι αν αυτά που γράφετε είναι οριακά για γέλια κι εκείνοι που θα έχουν στον browser τους  αποθηκευμένο το ιστολόγιο σας λες κι είναι κάτι σημαντικό. Βρείτε ένα τρόπο, μείνετε άφραγκοι για μέρες,ίσως και μήνα αλλά βρείτε τους.Ακόμα κι αν νομίζετε πως στην νέα τους ζωή θα μοιάζετε δίχως θέση, θα εκπλαγείτε όταν δείτε πως κι εκείνοι σας θέλουν εκεί.